- συνδήκτωρ
- (-ορός) ο тех тиски
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνδήκτορας — και λόγιος τ. συνδήκτωρ, ο, Ν τεχνολ. άλλη, λόγια ονομασία τής μέγκενης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δηκτήρ «καθένα από τα δύο σκέλη τανάλιας ή τσιμπίδας». Η λ., στον λόγιο τ. συνδήκτωρ, μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
μέγκενη — και μέγγενα, η 1. συσκευή μηχανουργική ή ξυλουργική που αποτελείται από δύο σιαγόνες, από τις οποίες η μία είναι κινητή με σύστημα ατέρμονα κοχλία, και που χρησιμεύει για να συσφίγγει και να συγκρατεί ένα αντικείμενο στην επιθυμητή θέση κατά τη… … Dictionary of Greek